- σφοδρότης
- σφοδρότηςvehemencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφοδροτήτων — σφοδρότης vehemence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότησι — σφοδρότης vehemence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότησιν — σφοδρότης vehemence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητα — σφοδρότης vehemence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητας — σφοδρότης vehemence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητες — σφοδρότης vehemence fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητι — σφοδρότης vehemence fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητος — σφοδρότης vehemence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοδρότητα — η / σφοδρότης, ητος, ΝΜΑ [σφοδρός] η ιδιότητα τού σφοδρού, μεγάλη ένταση, ορμητικότητα, βιαιότητα (α. «η σφοδρότητα τής τρικυμίας» β. «ο στρατός μας επιτέθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα» γ. «τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου», Ξεν. δ. «πάγων σφοδρότητες»,… … Dictionary of Greek
ՈՒԺԳՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ἱσχύς fortitudo, robur κράτος vis, potentia σφοδρότης vehementia δραστήριον efficacitas πόνος, εὑτονία intensio, tonus, tenor. Սաստկութիւն. ոյժ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)